Το 1930, χρονιά που ο Σαλβατόρ Νταλί θα συναντήσει τη μελλοντική σύζυγό του Γκαλά, αγοράζει ένα σπίτι στο ψαροχώρι Cadaquès στην Καταλονία. Με το πέρασμα των χρόνων το σπίτι μετατράπηκε σε ένα δαιδαλώδες χώρο διαβίωσης και εργασίας. Ο διάσημος ζωγράφος διανθίζοντας το με πολλά προσωπικά χαρακτηριστικά, κατέληξε να είναι ένα αρχιτεκτονικό μανιφέστο σουρεαλισμού, το οποίο εκτίνεται ανάμεσα στα ελαιόδεντρα του όμορφου κήπου. Εδώ ο Νταλί ζωγράφισε τα μεγαλύτερα έργα του.
Ο κόλπος του Port Lligat είναι δύο χιλιόμετρα μέσα από την είσοδο του Cadaquès, εκεί όπου ο Νταλί, παιδί ακόμη, περνούσε τις διακοπές στο σπίτι του πατέρα του. Αρκετά χρόνια αργότερα, σε ηλικία 26 ετών, ο νεαρός καλλιτέχνης, θα επιλέξει αυτή την τοποθεσία για να εγκαταστήσει το σπίτι και στούντιό του. Αρχικά ήταν μία καλύβα 22 τετραγωνικών μέτρων και η ανάγκη επέκτασης επιτακτική, κάτι όμως που έγινε με ένα σχεδόν οργανικό τρόπο. Απεφεύχθη να χτιστούν επιπλέον τμήματα για να προσδώσουν μόνο όγκο και μέγεθος, με χώρους χωρίς καμία σημασία, η ανάπτυξη έγινε με βάση τους απαραίτητους χώρους σαν μία βιολογική εξέλιξη. Κάθε πρόσθετο μέρος αντιστοιχούσε σε ένα νέο κύτταρο.
Ο προθάλαμος της αρκούδας, ο οποίος προϊδέαζε τη γενική ατμόσφαιρα του χώρου που επεκτείνεται μέσα στο σπίτι. Εδώ βλέπετε και τον θρυλικό καναπέ «χείλη».
Στη βιβλιοθήκη αυτή βάση του φωτιστικού έχει σχεδιαστή από τον ίδιο τον Νταλί, ο οποίος έχει σχεδιάσει πολλά από τα έπιπλα στο σπίτι του.
Σταδιακά εξελίχθηκε σε μία σύνθετη δομή που έμοιαζε με λαβύρινθο. Ο Νταλί σχεδιάζει ο ίδιος αυτές τις επεκτάσεις σύμφωνα με τις ανάγκες του. Για τριάντα χρόνια, μέχρι δηλαδή το 1960 θα διαμορφώνει το εσωτερικό και μετά θα ασχοληθεί και με το εξωτερικό του σπιτιού, όπου θα κατασκευάσει μία πισίνα με ψηλούς τοίχους για να κρατάνε μακριά τα βλέμματα των περαστικών.
Ο χώρος εργασίας χωρίζεται σε τρία μέρη: το εργαστήρι, το δωμάτιο των μοντέλων και το πατάρι. Συνδέονται μεταξύ τους με σκαλοπάτια, στενά ή φαρδιά ανοίγματα, μικρά περάσματα… ζεστό και οικείο ταυτόχρονα.
Η σύζυγός του Γκαλά θα αναλάβει το διακοσμητικό μέρος της ατελείωτης διαμόρφωσης του σπιτιού προσδίδοντας μία μοναδικότητα που πηγάζει το ασύνηθες ύφος και την αταξινόμητη διαρρύθμιση, αυτό όμως που αναδεικνύει το τελικό αποτέλεσμα είναι το συνεχές φλερτ του μεγάλου ζωγράφου με το κιτς, για τους λάτρεις του ίσως είναι πολύ επιφανειακή τοποθέτηση και άκρως κατακριτέα, αλλά το αμάγαλμα που στοιχειοθετείται από ανατολίτικα συστατικά, ταριχευμένα ζώα, βιβλία, έργα του καλλιτέχνη, χρώματα και μοτίβα, προτομές και αγάλματα καταλήγουν κάπου εκεί, άλλωστε τον τίτλο του πρίγκιπα του κιτς, που ίσως να πηγάζει από τον χλευασμό του και την ειρωνεία, τον κουβαλούσε πάντοτε μαζί του ο Νταλί.
Μια περίεργη τραπεζαρία σε σχήμα πετάλου καταλαμβάνει το κεντρικό χώρο της καλοκαιρινής τραπεζαρίας. Στις δύο πλευρές του παραθύρου υπάρχουν δύο στάχια του αθάνατου, ίδια με αυτά βρέθηκαν σε πολλά μέρη του σπιτιού.
Στο στούντιο, στο καβαλέτο που δούλευε ο Νταλί, άφησε ημιτελή ένα έργο την ημέρα που εγκατέλειψε το Port Lligat μετά το θάνατο της Γκαλά.
Αυτό που εξ αρχής είχε προσελκύσει τον μεγάλο καλλιτέχνη ήταν η σύνθεση του φυσικού τοπίου. Άσχετα με το πώς διαχειρίστηκε ο ίδιος και η σύζυγός του εσωτερικό, για τον Νταλί τα γεωλογικά συστατικά της περιοχής ήταν η μεγαλύτερη πηγή έμπνευσης. Εδώ θα κάνει κάποια από τα σπουδαιότερα έργα του όπως τα: The Madonna of Port Lligat (1950), Αποθέωση του δολαρίου (1965).
Το 1982, μετά το θάνατο της Γκαλά, ο Νταλί έφυγε από το σπίτι για να μην επιστρέψει ποτέ ξανά, αφήνοντας ανέγγιχτο αυτό το σκηνικό της αγάπης του για τη δημιουργία και την ευτυχία.
Πάνω από όλα όμως αυτό το σπίτι δεν ήταν το εργαστήρι ενός καλλιτέχνη, αλλά το δημιουργικό εκκολαπτήριο μιας μεγάλης αγάπης, ενός νεαρού καλλιτέχνη και της μούσας του, ο ίδιος ο Νταλί είχε πει μόλις ήρθε εδώ για να στεγάσει τέχνη, ζωή και αγάπη: «Είχαμε προγραμματίσει να μείνουμε μόνο για να δούμε τι θα συμβεί μεταξύ μας. Θα πηγαίναμε να χτίσουμε τείχη κάτω από τον ήλιο για να προστατευτούμε από τον άνεμο, πηγάδια για να συλλέγουμε από τις πηγές τους, πέτρινα παγκάκια για να καθόμαστε (…)Εμείς θα συνεχίσουμε αυτή την όμορφη και τραγική κοινή ζωή ώστε να ζήσουμε τη δική μας πραγματικότητα.
Φωτογραφίες: Christophe Rouffio