Του Σόλωνα Ξενόπουλου*
Η σχέση του εννοιολογικού κορμού της μοντέρνας αρχιτεκτονικής με το παρελθόν, ή γενικότερα με το προϋπάρχον, παρουσιάζει μια σύνθετη ενδογενή αντίφαση. Ως διακήρυξη, τουλάχιστον, η σχέση αυτή εκδηλώθηκε ως αυστηρά αντιθετική. Πολύ απλά, και ενδεχομένως απλοϊκά, καθετί το καινούργιο εκαλείτο να δηλώσει με μεγάλη αυταρέσκεια την παρουσία του, ερήμην οποιωνδήποτε προϋπαρχουσών κατασκευών.
Θεωρητικά, εφόσον μια νέα κατασκευή υποτίθεται ότι προέκυπτε από την αυστηρά ορθολογική επίλυση συγκεκριμένων λειτουργικών καταρχήν, και δευτερευόντως τεχνικών προβλημάτων, τότε υπήρχε και η αισθητική καταξίωση της μορφής της. Έτσι η συσχέτιση με οτιδήποτε γειτνίαζε, απαιτούσε να είναι πρόδηλη και σαφώς αντιπαραθετική. Με εργαλείο δε την αντίθεση αυτή, θα προέκυπτε και η ξεχωριστή ιδιαίτερη ταυτότητα της κάθε κατασκευής.
Με βάση, επίσης, την ίδια λογική της αισθητικής αυτοτέλειας που προκύπτει από την αυστηρά ορθολογική επίλυση λειτουργικών και τεχνικών προβλημάτων, άλλες διαστάσεις ή αναφορές θεωρούνταν εξορισμού περιττές και κυρίως λανθασμένες και ασυνεπείς.
Τι όμως συνέβαινε στην πραγματικότητα; Απλουστεύοντας τη σχεδιαστική διαδικασία, οι σκληροπυρηνικοί μοντέρνοι αρχιτέκτονες και οι αυτοαποκαλούμενοι επίγονοί τους αγωνίζονταν, επί της αρχής τουλάχιστον, να εξαντλήσουν τις λειτουργικές και τεχνικές διαστάσεις των σχεδιαστικών προβλημάτων, εφησυχασμένοι ότι έτσι θα προέκυπτε το ολοκληρωμένο έργο.
Εμφανίστηκε, όμως, και μάλιστα πολύ νωρίς, ο συνειδητός αμφισβητίας και ίσως και προβοκάτορας Le Corbusier, ο οποίος υπονόμευσε, τόσο στα κείμενα όσο και στα έργα του, αυτές τις υποτιθέμενες μοντερνιστικές αρχές.
Μολονότι εντυπωσιασμένος, όπως τουλάχιστον ο ίδιος υποστήριζε, από τη λειτουργικότητα και τη μορφολογική ολοκλήρωση των προϊόντων της Βιομηχανίας και της Τεχνολογίας της εποχής (όπως π.χ. σιδηρόδρομοι, αυτοκίνητα, αεροπλάνα, πλοία κ.λπ.), τα οποία προέρχονταν από την ορθολογική διαδικασία παραγωγής τους, εντούτοις δε φαίνεται να κατάφερε, και πιθανότατα δεν θέλησε, ούτε επιδίωξε να εφαρμόσει στο αρχιτεκτονικό του έργο αυτή την ορθολογική διαδικασία.
Αντίθετα, σε πολλές περιπτώσεις, μεθοδικά και με εξαιρετική επιμέλεια, μετέφερε και ενσωμάτωσε στα έργα του, με επιτυχία ασφαλώς, όχι μόνον μορφές, σχήματα και εικόνες από αυτά τα βιομηχανικά προϊόντα, αλλά και νοήματα. Έτσι κελιά μοναχών ή ακόμη και διαμερίσματα σε πολυκατοικίες σχεδιάζονται με αναφορές στις καμπίνες των υπερωκεανίων, παράθυρα γίνονται κυκλικά, ως αναφορά στα φινιστρίνια των υπερωκεανίων, ενώ οι απολήξεις των καμινάδων παίρνουν τις μορφές φουγάρων των πλοίων.
Κουπαστές μπαλκονιών σε κατοικίες ανακαλούν αντίστοιχες σε καράβια, ενώ τοίχοι από μπετόν ή τούβλο καμπυλώνονται σαν να είναι από φύλλα λαμαρίνας, όπως ακριβώς θα συνέβαινε εάν επρόκειτο για πλοία, αυτοκίνητα ή αεροπλάνα.
Ενώ όμως συνέβαιναν αυτά, η ίδια η βιομηχανία, η ναυπηγική και η αεροναυπηγική, προχωρούσε και εξελισσόταν χωρίς αναστολές στην πρακτική αμφισβήτηση των ίδιων των σχεδιαστικών προϋποθέσεών τους. Έτσι οι εσωτερικοί χώροι στα πλοία σχεδιάζονται ως «κανονικοί» εσωτερικοί χώροι κτηρίων, ενώ σήμερα πλέον οι όψεις των νέων υπερωκεανίων έχουν τη μορφή τεράστιων πολυκατοικιών με μπαλκόνια, γυάλινες κουπαστές, κ.λπ.
Το αποκορύφωμα, όμως, της αναφορικής προσέγγισης του Le Corbusier είναι το παρεκκλήσι της Notre Dame de Haut στη Ronchamp. Στο έργο αυτό, που χτίστηκε το 1955, τα πάντα φαίνονται να είναι, με αρκετό θράσος και αυτοπεποίθηση, επεξεργασμένες μεταφορές από μορφές και ιστορικά συστατικά, που προέρχονται είτε από πρότυπα εκτός αρχιτεκτονικής είτε από κάποιο παρελθόν.
Η μορφή, για παράδειγμα, της οροφής, ενώ είναι από σκυρόδεμα, παραπέμπει στο κήτος κάποιου σκάφους. Οι λευκές επιφάνειες τοίχων, ελαφρά εδώ καμπυλωμένες και με ορθογώνια ανοίγματα, θυμίζουν, επίσης, τις πλευρές πλοίων, μια σκάλα ανακαλεί σκάλες σε καράβια κ.λπ.
Ενώ, όμως, οι αναφορές σε μορφές, μεγέθη και εικόνες από άλλες κατασκευές είναι πρόδηλες, η αναφορά στο ιστορικό παρελθόν υπάρχει, είναι ισχυρή και γίνεται κυρίως έμμεση και αφανής, αλλά εξαιρετικά ουσιαστική, σε επίπεδο εννοιολογικό.
Στη θέση όπου κτίστηκε το παρεκκλήσι της Ronchamp προϋπήρχαν τα ερείπια ενός άλλου χριστιανικού παρεκκλησιού, του 4ου αιώνα, το οποίο ήταν κτισμένο από πέτρα και το οποίο είχε καταστραφεί κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Για να αναγερθεί το νέο παρεκκλήσι υπήρξαν αρχικά αρκετές αντιδράσεις και αντιξοότητες, οι οποίες παραμερίστηκαν χάρη στην απόλυτη εμπιστοσύνη του πατέρα Marie Alain Couturier στον αρχιτέκτονα. Τι σκέφτηκε, όμως, ο αρχιτέκτων;
α) Οι βασικοί, πολύ χοντροί τοίχοι του νέου παρεκκλησιού, κατασκευάστηκαν από πέτρες του παλαιού που είχε κατεδαφιστεί. Με μία, δηλαδή, καίρια χειρονομία ενσωματώθηκε αφενός το παρελθόν στο νέο κτίσμα και ταυτόχρονα προβλήθηκε ένας διαφορετικός δρόμος, αυτός της ανακύκλωσης και της οικολογικής οικονομίας.
β) Η τοποθέτηση του παρεκκλησιού στην κορυφή του λόφου, αλλά κυρίως η διαδικασία ανόδου και προσέγγισή του, αποτελούν επεξεργασμένη μεταφορά της πορείας ανόδου στην Ακρόπολη, με καθοριστικό εργαλείο την έμμεση προσέγγιση των κτισμάτων – μνημείων.
Στην Ελλάδα ο παρεξηγημένος αλλά και ακομπλεξάριστος Δημήτρης Πικιώνης ενσωμάτωσε τα θεωρούμενα ως παραδοσιακά, επί μέρους στοιχεία στις ουσιαστικά μοντέρνες συνθέσεις του. Οι συνθέσεις αυτές αφορούν τόσο τον τρόπο συγκρότησης των μεμονωμένων κατασκευών, όσο και κυρίως τις χωρικές σχέσεις μεταξύ των κατασκευών αυτών.
Στο πλέον ολοκληρωμένο έργο του, τον Παιδικό Κήπο της Φιλοθέης, ο κενός χώρος μεταξύ των ορατών κατασκευών οργανώνεται με βάση τις διαχρονικές αρχές των αρμονικών χαράξεων και των μαθηματικών αναλογιών (τις οποίες, επίσης, υιοθετούσε και ο Le Corbusier) εκμοντερνίζοντας τα παραδοσιακά πρότυπα και αποδίδοντας σε αυτά ιστορική αξία.
Εδώ η ουσιαστική αναφορά στο παρελθόν δεν περιορίζεται στις ορατές μορφές, αλλά πραγματοποιείται σε ένα βαθύτερο, διαχρονικό και υπερτοπικό, ουσιαστικό επίπεδο. Έτσι το προϋπάρχον απομυθοποιείται και επανατοποθετείται στη μοντέρνα κατάσταση με αυστηρότητα και συνθετική ακρίβεια.
Όταν ο Μάνος Χατζιδάκις μετέγγραφε μουσικά μέτρα, ρυθμούς και μελωδίες από τη λαϊκή μουσική και τα λαϊκά όργανα σε όργανα κλασικά, όπως το πιάνο, ο Μίκης Θεοδωράκης συνέθετε μουσικές φόρμες εκτελούμενες από λαϊκά όργανα και λαϊκές φωνές.
* Ο Σόλων Ξενόπουλος είναι αρχιτέκτων – ομότιμος καθηγητής σχολής αρχιτεκτόνων ΕΜΠ
[Το άρθρο αυτό το βρήκαμε στην ηλεκτρονική σελίδα της εφημερίδας “Η Αυγή“]